Καταστρεπτικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: καταστρεπτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
руйнівний, спустошливий, спустошення, руйнівного, руйнівна
Καταστρεπτικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταστρεπτικός

καταστρεπτικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καταστρεπτικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καταστολή στα ουκρανικά - придушення, стримування, пригнічення, зниження, подавлення, гноблення
  • καταστρέφω στα ουκρανικά - розривати, хрипко, розірвати, зруйнувати, плюндрувати, знищувати, сплюндрувати, ...
  • καταστροφή στα ουκρανικά - руйнування, сплюндрування, винищення, біда, зруйнування, знищення, нищення
  • καταστροφικός στα ουκρανικά - катастрофічний, руйнівний, згубний, погибельний, трагічний, катастрофічного, катастрофічне, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταστρεπτικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: руйнівний, спустошливий, спустошення, руйнівного, руйнівна