Διθυραμβικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: διθυραμβικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спустошення, дифірамбічній
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διθυραμβικός
διθυραμβικός λεξικο, διθυραμβικός σημασια, διθυραμβικός χορός, διθυραμβικός ετυμολογια, διθυραμβικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διθυραμβικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διηγούμαι στα ουκρανικά - жвавість, озиватись, казати, декламувати, читати, декламуватимуть
- διηθώ στα ουκρανικά - рід, розтягнення, роде, фільтр, світлофільтр, розтягання, плем'я, ...
- δικάζω στα ουκρανικά - присудити, їдиш, оголошувати, присуджувати, суддя
- δικαίωμα στα ουκρανικά - оснащення, снасті, оснастка, право, права
Τυχαίες λέξεις
Διθυραμβικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спустошення, дифірамбічній
Μεταφράσεις: спустошення, дифірамбічній