Стверджувати στα ελληνικά
Μετάφραση: стверджувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρίζομαι, κρατίδιο, πιστοποιώ, αποδεικνύω, τοποθεσία, τοποθετώ, θέση, κατηγορώ, κράτος, επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автомобільний στα ελληνικά - πέπλος, αυτοκίνητος, αυτοκινήτων, αυτοκίνητο, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία
- баран στα ελληνικά - πρόβατο, πρόβατα, δρόμος, προβάτων, προβατοειδών, τα πρόβατα, προβάτου
- виручка στα ελληνικά - παραλαμβάνω, απολαβή, λαμβάνω, εισπράξεις, αποδείξεις, εισπράξεων, τα έσοδα, ...
- косинець στα ελληνικά - γωνία, τρίγωνο, τριγώνου, τριγώνου της, τρίγωνο της, τριγωνικό
Τυχαίες λέξεις
Стверджувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρίζομαι, κρατίδιο, πιστοποιώ, αποδεικνύω, τοποθεσία, τοποθετώ, θέση, κατηγορώ, κράτος, επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε
Μεταφράσεις: ισχυρίζομαι, κρατίδιο, πιστοποιώ, αποδεικνύω, τοποθεσία, τοποθετώ, θέση, κατηγορώ, κράτος, επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε