Стикатись στα ελληνικά
Μετάφραση: стикатись, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκρούω, ρίχνομαι, συγκρούομαι, στο, σε, να, για, με
Μεταφράσεις
- буксирувати στα ελληνικά - ρυμουλκώ, σέρνω, τράβηγμα, στουπί, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, ...
- журі στα ελληνικά - ένορκοι, κριτική επιτροπή, κριτικής επιτροπής, επιτροπή, κριτική
- значно στα ελληνικά - αρκετά, πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος
- манжета στα ελληνικά - μανικέτι, μανσέτα, σφαλιάρα, περιχειρίδα, ρεβέρ
Τυχαίες λέξεις
Стикатись στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκρούω, ρίχνομαι, συγκρούομαι, στο, σε, να, για, με
Μεταφράσεις: συγκρούω, ρίχνομαι, συγκρούομαι, στο, σε, να, για, με