Стоянка στα ελληνικά

Μετάφραση: стоянка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθμός, καταυλισμός, στάθμευση, στάθμευσης, χώρος στάθμευσης, πάρκινγκ, χώρο στάθμευσης
Стоянка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • балонне στα ελληνικά - μπαλόνι, αερόστατο, μπαλονιού, μπαλονάκι, μπαλονιών
  • вібрація στα ελληνικά - κραδασμός, δόνηση, κραδασμούς, κραδασμών, δόνησης, δονήσεις
  • гніздо στα ελληνικά - στεγαστικός, θαλάμη, στέγαση, φωλιάζω, φωλιά, φωλιάζουν, φωλιάς, ...
  • дути στα ελληνικά - αναπνέω, πλήγμα, χτύπημα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
Τυχαίες λέξεις
Стоянка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθμός, καταυλισμός, στάθμευση, στάθμευσης, χώρος στάθμευσης, πάρκινγκ, χώρο στάθμευσης