Твердити στα ελληνικά

Μετάφραση: твердити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδεικνύω, πιστοποιώ, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση, αξίωσης
Твердити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атлетика στα ελληνικά - αθλητικά, αθλητισμός, αθλητισμό, Στίβου, στίβος, στίβο
  • байдужність στα ελληνικά - αδιαφορία, αδιαφορίας, την αδιαφορία, η αδιαφορία, της αδιαφορίας
  • булла στα ελληνικά - βούλα, ταύρος, κάρτα στον, την κάρτα στον, ταύρο, ταύρου
  • збіг στα ελληνικά - σύμπτωση, τυχαίο, σύμπτωσης, σύμπτωση το γεγονός, τυχαίο το γεγονός
Τυχαίες λέξεις
Твердити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδεικνύω, πιστοποιώ, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση, αξίωσης