Тиснути στα ελληνικά
Μετάφραση: тиснути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσαλαπατώ, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- водій στα ελληνικά - οδηγός, σοφέρ, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
- жрецький στα ελληνικά - ιερατικός, ιερατικές, ιερά, ιερατικά, ιερατική
- збентежте στα ελληνικά - πτοώ, συγχέουν, μπερδεύουν, συγχέουμε, συγχέετε, συγχέει
- карбувати στα ελληνικά - γραμματόσημο, χαρτόσημα, κέρμα, μέντα, μέντας, δυόσμο, νομισματοκοπείο, ...
Τυχαίες λέξεις
Тиснути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσαλαπατώ, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε
Μεταφράσεις: τσαλαπατώ, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε