Торт στα ελληνικά
Μετάφραση: торт, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τάρτα, καυστικός, κέικ, πόρνη, στυφός, τούρτα, κέϊκ, πάστα, το κέικ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ароматний στα ελληνικά - γλυκός, ευωδιαστός, ευώδης, αρωματικά, αρωματική, ευωδιαστό
- безгрішність στα ελληνικά - παρακωλύω, δυσχεραίνω, αγιότητα, αγιοσύνη, αγιότητας, την αγιότητα, αγιότης
- болота στα ελληνικά - ελώδης, βάλτος, τέλμα, Βάλτο, Swamp, έλος
- дочку στα ελληνικά - κόρη, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης
Τυχαίες λέξεις
Торт στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τάρτα, καυστικός, κέικ, πόρνη, στυφός, τούρτα, κέϊκ, πάστα, το κέικ
Μεταφράσεις: τάρτα, καυστικός, κέικ, πόρνη, στυφός, τούρτα, κέϊκ, πάστα, το κέικ