Травма στα ελληνικά
Μετάφραση: травма, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσαλαπατώ, πατημασιά, βήμα, βλάβη, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
Μεταφράσεις
- багатосторонній στα ελληνικά - ολόκληρος, πολυμερείς, πολυμερών, πολυμερή, πολυμερής, πολυμερούς
- вироблення στα ελληνικά - προϊόν, παραγωγή, κατασκευή, αποφάσεων, λήψη, λήψης, χάραξη
- дратівливий στα ελληνικά - καβουράκι, ευερέθιστος, διασταύρωση, πικρόχολος, εύθικτος, ενοχλητικός, ευερέθιστου, ...
- лиш στα ελληνικά - μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για
Τυχαίες λέξεις
Травма στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσαλαπατώ, πατημασιά, βήμα, βλάβη, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
Μεταφράσεις: τσαλαπατώ, πατημασιά, βήμα, βλάβη, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας