Тривожити στα ελληνικά
Μετάφραση: тривожити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρουσταλλιάζω, καταψύχω, τρομάζω, παγώνω, συναγερμός, παρενοχλώ, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вдивлятися στα ελληνικά - περιεργάζομαι, βλέμμα, ατενίζω, όμοιος, ομότιμος, ματιά, κοιτάζω, ...
- заздрощі στα ελληνικά - φθονώ, ζηλεύω, φθόνος, αντικείμενο ζήλιας, φθόνο, ζήλια
- залишати στα ελληνικά - άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε
- ліф στα ελληνικά - κορσάζ, σώμα, μπουφάν, περιστήθιο, bodice, μπούστο
Τυχαίες λέξεις
Тривожити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρουσταλλιάζω, καταψύχω, τρομάζω, παγώνω, συναγερμός, παρενοχλώ, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί
Μεταφράσεις: κρουσταλλιάζω, καταψύχω, τρομάζω, παγώνω, συναγερμός, παρενοχλώ, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί