Труться στα ελληνικά
Μετάφραση: труться, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίβω, χαμόδεντρα, θάμνοι, ρουμάνι, τριβή, τριβής, την τριβή, τριβές, της τριβής
Μεταφράσεις
- бушувати στα ελληνικά - τρικυμία, οργή, οργής, την οργή, η οργή, μανία
- відриватися στα ελληνικά - καθιστώ, προσφέρω, κάνω, βγαίνω, πετυχαίνω, πάγκο, βγει, ...
- кондитер στα ελληνικά - ζαχαροπλάστης, ζαχαροπλάστη, ζαχαροπλαστική, άχνη, ζαχαροπλαστείο
- користатися στα ελληνικά - χαίρω, χρησιμοποιώ, απολαμβάνω, χρήση, απολαύσετε, απολαύσουν, απολαμβάνουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Труться στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίβω, χαμόδεντρα, θάμνοι, ρουμάνι, τριβή, τριβής, την τριβή, τριβές, της τριβής
Μεταφράσεις: τρίβω, χαμόδεντρα, θάμνοι, ρουμάνι, τριβή, τριβής, την τριβή, τριβές, της τριβής