Тріснутий στα ελληνικά
Μετάφραση: тріснутий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισφαλής, ραγισμένος, ραγισμένα, ραγισμένο, ραγίσει, πυρολυμένου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дочасно στα ελληνικά - μέρα, πρόωρα, πρόωρη, πρώιμα, πρόωρης
- збитий στα ελληνικά - ξυλοδαρμό, ξυλοκοπήθηκε, χτυπημένο, χτυπημένα, ηττηθεί
- знайти στα ελληνικά - βρίσκω, εύρημα, ανεύρεση, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν
- колоніст στα ελληνικά - άποικος, εποίκου, άποικο, αποίκου, εποίκου της
Τυχαίες λέξεις
Тріснутий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισφαλής, ραγισμένος, ραγισμένα, ραγισμένο, ραγίσει, πυρολυμένου
Μεταφράσεις: επισφαλής, ραγισμένος, ραγισμένα, ραγισμένο, ραγίσει, πυρολυμένου