Турбування στα ελληνικά

Μετάφραση: турбування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσοχή, φροντίδα, διατάραξη, διαταραχή, διαταραχής, διαταραχές, διατάραξης
Турбування στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безпека στα ελληνικά - ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, ασφάλισης
  • бунтувати στα ελληνικά - ταραχή, Riot, ταραχών, ταραχές, των ταραχών
  • викидень στα ελληνικά - έκτρωση, άμβλωση, αποβολή, την άμβλωση, η άμβλωση
  • двочленний στα ελληνικά - δυαδικός, διωνυμικός, διώνυμος, δυωνυμική, δυωνυμικού, δυωνυμικής
Τυχαίες λέξεις
Турбування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσοχή, φροντίδα, διατάραξη, διαταραχή, διαταραχής, διαταραχές, διατάραξης