Тягнутися στα ελληνικά
Μετάφραση: тягнутися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γερανός, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безоплатний στα ελληνικά - εθελοντής, εθελοντή, εθελοντών, εθελοντές, εθελοντική
- відчужування στα ελληνικά - απαλλοτρίωση, αποξένωση, αλλοτρίωση, αποξένωσης, αλλοτρίωσης, την αποξένωση
- гіллястий στα ελληνικά - ράμπα, διακλαδισμένη, διακλαδισμένης, διακλαδισμένα, διακλαδισμένο, διακλαδισμένες
- делегування στα ελληνικά - αντιπροσωπεία, αντιπροσωπείας, αντιπροσωπία, αντιπροσωπεία του, αντιπροσωπεία της
Τυχαίες λέξεις
Тягнутися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γερανός, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
Μεταφράσεις: γερανός, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει