Тісно στα ελληνικά
Μετάφραση: тісно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στενός, σφιχτός, στενά, στενή, εκ του σύνεγγυς, κοντά, προσεκτικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- зайнятої στα ελληνικά - απασχολημένος, Busy, πολυάσχολο, Πολυσύχναστο, Κατειλημμένο
- звинувачувальний στα ελληνικά - αδιαφορία, ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
- знемога στα ελληνικά - εξάντληση, εξάντλησης, ανάλωση, αναλώσεως, ανάλωσης
- материки στα ελληνικά - ηπείρους, ηπείρων, τις ηπείρους, ήπειροι
Τυχαίες λέξεις
Тісно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στενός, σφιχτός, στενά, στενή, εκ του σύνεγγυς, κοντά, προσεκτικά
Μεταφράσεις: στενός, σφιχτός, στενά, στενή, εκ του σύνεγγυς, κοντά, προσεκτικά