Убирати στα ελληνικά
Μετάφραση: убирати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τυλίγω, μαζεύω, τύλιγμα, μάζεμα, φόρεμα, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, dress
Μεταφράσεις
- безчесний στα ελληνικά - επαίσχυντος, άνομος, ατιμωτικό, επαίσχυντη, ατιμωτική, άτιμος, ατιμωτικές
- втрата στα ελληνικά - στέρηση, απώλεια, απώλειας, ζημία, την απώλεια, ζημίας
- китобій στα ελληνικά - φαλαινοθήρας, Whaler, φαλαινοθηρικό, φαλαινοθηρικού, πλοίο φαλαινοθηρίας
- короткість στα ελληνικά - συντομία, βραχύτητα, δυσκολία, δυσκολία στην, δύσπνοια
Τυχαίες λέξεις
Убирати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τυλίγω, μαζεύω, τύλιγμα, μάζεμα, φόρεμα, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, dress
Μεταφράσεις: τυλίγω, μαζεύω, τύλιγμα, μάζεμα, φόρεμα, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, dress