Τυλίγω στα ουκρανικά

Μετάφραση: τυλίγω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
убирати, засинати, засипати, драпіровка, поратися, суперечка, поратись, поглинати, забирати, згорніть, поглиньте, охоплювати, обхвачувати, обхоплювати, пронизати
Τυλίγω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τυλίγω

τυλίγω αγγλικά, τυλίγω συνώνυμο, τυλίγω συνώνυμα, τυλίγω λεξικό, τυλίγω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τυλίγω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τσόφλι στα ουκρανικά - стручок
  • τσόχα στα ουκρανικά - фетр, фетровий, повсть, войлок
  • τυμπανιστής στα ουκρανικά - кролик, ударник, барабанщик, барабанник
  • τυπικός στα ουκρανικά - типовий, символічний, типова, типове, своєрідний
Τυχαίες λέξεις
Τυλίγω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: убирати, засинати, засипати, драпіровка, поратися, суперечка, поратись, поглинати, забирати, згорніть, поглиньте, охоплювати, обхвачувати, обхоплювати, пронизати