Μαζεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: μαζεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
убирати, набрати, згорніть, збиратися, збирати, протикати, поратись, забирати, марси, поратися, є, скубти, дражнити, знімати, набирати, збиратимуть, збиратиме
Μαζεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαζεύω

μαζεύω καπάκια, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω συνώνυμα, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μαζεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μαζεμένος στα ουκρανικά - скромний, стриманий, серйозний, приємний, приємна, приємне
  • μαζεύομαι στα ουκρανικά - набирати, збиратися, набрати, с'ежіваться, зіщулюватися, скорочуватиметься
  • μαζικός στα ουκρανικά - бал-маскарад, маса, безліч
  • μαθήτρια στα ουκρανικά - лялечки, школярка, школьница
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: убирати, набрати, згорніть, збиратися, збирати, протикати, поратись, забирати, марси, поратися, є, скубти, дражнити, знімати, набирати, збиратимуть, збиратиме