Удобрювати στα ελληνικά
Μετάφραση: удобрювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρέφω, καλλιεργώ, εμπλουτίζω, κοπριά, μάχη, λιπαίνω, γονιμοποιήσει, γονιμοποιήσουν, γονιμοποιούν, λιπάνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- артикуляція στα ελληνικά - διάρθρωση, άρθρωση, άρθρωσης, αρθρώσεως, συνάρθρωση
- кондитер στα ελληνικά - ζαχαροπλάστης, ζαχαροπλάστη, ζαχαροπλαστική, άχνη, ζαχαροπλαστείο
- легкі στα ελληνικά - φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
- люкс στα ελληνικά - εντοπίζω, luxe, πολυτελείας, πολυτελείς, πολυτελής
Τυχαίες λέξεις
Удобрювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρέφω, καλλιεργώ, εμπλουτίζω, κοπριά, μάχη, λιπαίνω, γονιμοποιήσει, γονιμοποιήσουν, γονιμοποιούν, λιπάνει
Μεταφράσεις: τρέφω, καλλιεργώ, εμπλουτίζω, κοπριά, μάχη, λιπαίνω, γονιμοποιήσει, γονιμοποιήσουν, γονιμοποιούν, λιπάνει