Εμπλουτίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εμπλουτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
удобрювати, збагатіть, прикрашувати, збагачувати, збагачуватиме
Εμπλουτίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπλουτίζω

εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω στα αγγλικα, εμπλουτίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εμπλουτίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εμπλέκομαι στα ουκρανικά - згортання, гарчання, ричання, рикання, ричаніе
  • εμπλέκω στα ουκρανικά - реманент, згортання, інвентар, обплутувати, обвивати
  • εμπνέω στα ουκρανικά - респіратор, натхненник, інжектор, наполягати, настоювати, наполягатиме, наполягатимуть, ...
  • εμποδίζω στα ουκρανικά - поперечний, буфет, косий, попереджуючий, перепиняти, заважати, судження, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπλουτίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: удобрювати, збагатіть, прикрашувати, збагачувати, збагачуватиме