Уколи στα ελληνικά
Μετάφραση: уколи, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έπαρση, παράγω, καμάρι, προσκομίζω, ενέσεις, ενέσιμα, ενέσεων, εισφορές, εγχύσεις
Μεταφράσεις
- беззахисний στα ελληνικά - ανίκανος, γυμνός, τσίτσιδος, ανήμπορος, ανυπεράσπιστος, ανυπεράσπιστων, ανυπεράσπιστους, ...
- біноклі στα ελληνικά - διόπτρες, κιάλια, τα κιάλια, κυάλια, διοπτρών
- вижити στα ελληνικά - επιζώ, επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, να επιβιώσει, επιζήσουν
- жили στα ελληνικά - σφηνώνω, καταλύω, ζωντανός, ζωή, διαβίωσης, καθιστικό, ζωής
Τυχαίες λέξεις
Уколи στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έπαρση, παράγω, καμάρι, προσκομίζω, ενέσεις, ενέσιμα, ενέσεων, εισφορές, εγχύσεις
Μεταφράσεις: έπαρση, παράγω, καμάρι, προσκομίζω, ενέσεις, ενέσιμα, ενέσεων, εισφορές, εγχύσεις