Προσκομίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: προσκομίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уколи, приводити, призводити, наводити, спричинить, призвести
Προσκομίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσκομίζω

προσκομίζω-συνώνυμα, προσκομίζω μετάφραση, προσκομίζω σημασια, προσκομίζω ετυμολογία, προσκομίζω μετάφραση αγγλικά, προσκομίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προσκομίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • προσκείμενος στα ουκρανικά - сусідній, суміжний, межує, що межує
  • προσκολλώμαι στα ουκρανικά - притримуватись, приставати, дотримуватися, чіплятися, чіплятиметься, чіплятись, чіплятимуться
  • προσκρούω στα ουκρανικά - зштовхнутися, розбити, гуркотати, падати, гуркіт, зіткнення, зіткнутися, ...
  • προσκτώμαι στα ουκρανικά - філія, приєднуватися, філіал, prosktomai
Τυχαίες λέξεις
Προσκομίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: уколи, приводити, призводити, наводити, спричинить, призвести