Укус στα ελληνικά
Μετάφραση: укус, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσίμπημα, τσιμπώ, δάγκωμα, δαγκώνω, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Μεταφράσεις
- аванс στα ελληνικά - προβαίνω, προκαταβάλλω, πρόοδος, προχωρώ, προκαταβολή, προωθήσει, την προώθηση, ...
- довговічність στα ελληνικά - αντοχή, ανθεκτικότητα, διάρκεια, διατηρησιμότητας, αντοχής
- задушення στα ελληνικά - φλομώνω, ασφυξία, στραγγαλίζω, ασφυξίας, πνιγμού, η ασφυξία
- заступати στα ελληνικά - παρακωλύω, κωλυσιεργώ, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, εμποδίζει, παρακωλύουν, εμποδίσουν
Τυχαίες λέξεις
Укус στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσίμπημα, τσιμπώ, δάγκωμα, δαγκώνω, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Μεταφράσεις: τσίμπημα, τσιμπώ, δάγκωμα, δαγκώνω, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει