Умовний στα ελληνικά

Μετάφραση: умовний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμβατικός, υπό όρους, όρους, αίρεση, εξαρτάται, εξαρτάται από
Умовний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вповні στα ελληνικά - πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, την πλήρη
  • демобілізований στα ελληνικά - άφεση, εκπυρσοκρότηση, εκροή, απολύω, ex, εκ, πρώην, ...
  • дискваліфікувати στα ελληνικά - αποκλείσει, να αποκλείσει, αποκλείει, αποκλεισμό, αποκλείσουν
  • ланка στα ελληνικά - πατημασιά, βήμα, πτήση, τσαλαπατώ, φυγή, σύνδεσμος, δεσμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Умовний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμβατικός, υπό όρους, όρους, αίρεση, εξαρτάται, εξαρτάται από