Упевненість στα ελληνικά
Μετάφραση: упевненість, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγγύηση, αντίκρισμα, σιγουριά, διαβεβαίωση, εχεμύθεια, βεβαιότητα, αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, ασφάλεια, διασφάλισης, διασφάλιση, διασφάλισης της, διασφάλιση της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дозрівання στα ελληνικά - γήρανση, ωριμάζω, μεστώνω, ώριμος, κυοφορία, μεστός, ωρίμανση, ...
- зараховувати στα ελληνικά - εικοσαριά, σκοράρω, σκορ, μαζεύω, συγκεντρώσει, να συγκεντρώσει, συγκεντρώσουν, ...
- колисатися στα ελληνικά - πείθω, ταλαντεύομαι, λικνίζομαι, ταλάντευση, εξουσία, επιρροή, κυριαρχία, ...
- конформістський στα ελληνικά - διατηρώ, διατείνομαι, υποστηρίζω, συμμορφούμενος με τα καθεστώτα, κομφορμιστική, συμμορφούμενος με, κομφορμιστικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Упевненість στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγγύηση, αντίκρισμα, σιγουριά, διαβεβαίωση, εχεμύθεια, βεβαιότητα, αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, ασφάλεια, διασφάλισης, διασφάλιση, διασφάλισης της, διασφάλιση της
Μεταφράσεις: εγγύηση, αντίκρισμα, σιγουριά, διαβεβαίωση, εχεμύθεια, βεβαιότητα, αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, ασφάλεια, διασφάλισης, διασφάλιση, διασφάλισης της, διασφάλιση της