Αυτοπεποίθηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: αυτοπεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
самовпевненість, певність, довіра, упевненість, впевненість, переконання, впевненості
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτοπεποίθηση
αυτοπεποίθηση ορισμός, αυτοπεποίθηση στα παιδιά, αυτοπεποίθηση η τέχνη ν’ αποκτάς αυτά που θέλεις, αυτοπεποίθηση αποφθέγματα, αυτοπεποίθηση τεστ, αυτοπεποίθηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αυτοπεποίθηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αυτοματοποιώ στα ουκρανικά - автоматизуйте, автоматизувати, Автоматизація, Автоматизация, автоматизації
- αυτονομία στα ουκρανικά - автономія, законів, самоврядування, автономію
- αυτοσχεδιάζω στα ουκρανικά - імпровізатор, імпровізувати
- αυτούς στα ουκρανικά - їм, їх, їхні, їхніх, їхнього, їхньої
Τυχαίες λέξεις
Αυτοπεποίθηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: самовпевненість, певність, довіра, упевненість, впевненість, переконання, впевненості
Μεταφράσεις: самовпевненість, певність, довіра, упевненість, впевненість, переконання, впевненості