Управте στα ελληνικά
Μετάφραση: управте, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διοικώ, δεξιά, δικαίωμα, δεξιό, Κάντε δεξιό, Κάντε δεξί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- буксир στα ελληνικά - τράβηγμα, ρυμουλκό, ρυμουλκού, ρυμουλκά, ρυμουλκών, διελκυστίνδα
- відмітний στα ελληνικά - διακριτικό, διακριτικά, διακριτικών, χαρακτηριστικό, διακριτικού
- здержувати στα ελληνικά - δεσπόζω, κολάζω, φρονηματίζω, πνίγω, τιμωρώ, περιλαμβάνω, περιέχω, ...
- конструктивний στα ελληνικά - εποικοδομητικός, αρχιτεκτονικός, εποικοδομητική, εποικοδομητικό, εποικοδομητικές, εποικοδομητικής
Τυχαίες λέξεις
Управте στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διοικώ, δεξιά, δικαίωμα, δεξιό, Κάντε δεξιό, Κάντε δεξί
Μεταφράσεις: διοικώ, δεξιά, δικαίωμα, δεξιό, Κάντε δεξιό, Κάντε δεξί