Усмоктування στα ελληνικά
Μετάφραση: усмоктування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άντληση, αναρρόφηση, απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφήσεως, την απορρόφηση, η απορρόφηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- важелі στα ελληνικά - μοχλούς, μοχλοί, μοχλών, τους μοχλούς
- викликання στα ελληνικά - ανάμνηση, υπαινιγμό, επίκληση, υπαινιγμός, υπαινιγμού
- зношення στα ελληνικά - φθορά, επιδείνωση, χειροτέρευση, αμυχή, τριβή, απόξεση, κουραστικός, ...
- консульство στα ελληνικά - υπατεία, προξενείο, Προξενείου, το προξενείο, προξενείο της, προξενική
Τυχαίες λέξεις
Усмоктування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άντληση, αναρρόφηση, απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφήσεως, την απορρόφηση, η απορρόφηση
Μεταφράσεις: άντληση, αναρρόφηση, απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφήσεως, την απορρόφηση, η απορρόφηση