Утверджувати στα ελληνικά
Μετάφραση: утверджувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδοκιμάζω, υποστηρίζω, εγκρίνω, τοποθεσία, θέση, διεκδικώ, τοποθετώ, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анатомувати στα ελληνικά - αναλύω, διαμελίζω, τεμαχίζω, ανατέμνω
- вимови στα ελληνικά - απόδειξη, πειστήριο, προφορά, την προφορά, προφοράς, εκφώνηση, Η προφορά
- довготривалий στα ελληνικά - μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμη, μακροχρόνια, μακροπρόθεσμες, μακροπρόθεσμων
- магнетизм στα ελληνικά - μαγνητισμός, μαγνητισμό, μαγνητισμού, το μαγνητισμό, ο μαγνητισμός
Τυχαίες λέξεις
Утверджувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδοκιμάζω, υποστηρίζω, εγκρίνω, τοποθεσία, θέση, διεκδικώ, τοποθετώ, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Μεταφράσεις: επιδοκιμάζω, υποστηρίζω, εγκρίνω, τοποθεσία, θέση, διεκδικώ, τοποθετώ, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει