Утома στα ελληνικά

Μετάφραση: утома, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπος, κούραση, κόπωση, ατονία, κόπωσης, εξάντληση
Утома στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виграші στα ελληνικά - λιχνίζω, κέρδη, τα κέρδη, κερδών, των κερδών, νίκες
  • всезагальний στα ελληνικά - καθολική, καθολικής, καθολικό, την καθολική, της καθολικής
  • допінг στα ελληνικά - ναρκωτικό, βερνίκι, DOPE, ναρκωτικές ουσίες, πρόσμιξης νόθευσης
  • емірат στα ελληνικά - εμιράτο, εμιράτου, εμιράτο του, το εμιράτο, εμιρατο
Τυχαίες λέξεις
Утома στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπος, κούραση, κόπωση, ατονία, κόπωσης, εξάντληση