Κόπωση στα ουκρανικά

Μετάφραση: κόπωση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нудно, стомитися, стомити, стомлено, утома, утомилось, стомлювати, устало, нудьгуючий, утомливо, втома, втому, утому
Κόπωση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόπωση

κόπωση συμπτώματα, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση και δέκατα, κόπωση υλικών, κόπωση και υπνηλία, κόπωση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κόπωση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κόπος στα ουκρανικά - стомити, обплутувати, стомитися, турбота, турбуватися, утома, стомлювати, ...
  • κόπρανα στα ουκρανικά - кал, стілець, стул, випорожнення, стільця
  • κόρα στα ουκρανικά - кірка, осадок, осад, панцир, щит, кора, скорина
  • κόρη στα ουκρανικά - доня, споріднений, донька, родинний, дочку, дочка, доньку
Τυχαίες λέξεις
Κόπωση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нудно, стомитися, стомити, стомлено, утома, утомилось, стомлювати, устало, нудьгуючий, утомливо, втома, втому, утому