Κούραση στα ουκρανικά
Μετάφραση: κούραση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стомлювати, стомити, утома, стомитися, втома, втому, утому
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κούραση
κούραση στα μάτια, κούραση inter arma, κούραση και υπνηλία, κούραση συνώνυμα, κούραση και καρδιά, κούραση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κούραση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κούνια στα ουκρανικά - праща, підвішувати, колихати, жбурляти, ритм, колихатися, перев'яз, ...
- κούπα στα ουκρανικά - муфтій, гуртка, кружка, кухоль, гуртки
- κούρεμα στα ουκρανικά - стрижка, зачіска
- κούρνια στα ουκρανικά - опертись, сідало, мерзни, сідати, віха, опертися, окунь
Τυχαίες λέξεις
Κούραση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: стомлювати, стомити, утома, стомитися, втома, втому, утому
Μεταφράσεις: стомлювати, стомити, утома, стомитися, втома, втому, утому