Утягувати στα ελληνικά

Μετάφραση: утягувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισαγωγή, υπόνοια, συνέπεια, επαγωγή, προσελκύσει, αντλούν στο, αναρροφήσει, προβαίνει σε αναλήψεις
Утягувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відкладати στα ελληνικά - αναστέλλω, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
  • горянин στα ελληνικά - ορειβασία, ορειβάτης, Mountaineer, ορειβάτη, ορεσίβιος, αλπινιστής
  • доглядальниця στα ελληνικά - βάγια, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
  • забудьте στα ελληνικά - ξεχνώ, θυμάμαι, Θυμηθείτε, θυμάστε, Να θυμάστε, θυμάσαι
Τυχαίες λέξεις
Утягувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισαγωγή, υπόνοια, συνέπεια, επαγωγή, προσελκύσει, αντλούν στο, αναρροφήσει, προβαίνει σε αναλήψεις