Фінансувати στα ελληνικά
Μετάφραση: фінансувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρηματοδοτώ, κεφάλαιο, Ταμείο, Ταμείου, του Ταμείου, Αμοιβαίο Κεφάλαιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авантюра στα ελληνικά - περιπέτεια, ριψοκινδυνεύω, διακυβεύω, ρισκάρω, περιπέτειας, την περιπέτεια, adventure
- власті στα ελληνικά - αρχές, αρχών, αρχές που, αρχές της
- віола στα ελληνικά - βιόλα, Viola, βιόλας, του Viola
- залишатися στα ελληνικά - συνεχίζω, μένω, συνεχίζομαι, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Фінансувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρηματοδοτώ, κεφάλαιο, Ταμείο, Ταμείου, του Ταμείου, Αμοιβαίο Κεφάλαιο
Μεταφράσεις: χρηματοδοτώ, κεφάλαιο, Ταμείο, Ταμείου, του Ταμείου, Αμοιβαίο Κεφάλαιο