Хапливий στα ελληνικά

Μετάφραση: хапливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτόγονος, μικροπρεπής, απασχολημένος, haplyvyy
Хапливий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безкрайній στα ελληνικά - απεριόριστος, απεριόριστες, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστης
  • блідість στα ελληνικά - κιτρινίλα, χλωμάδα, ωχρότης, πελιδνότης, πελιδνότητα, ωχρότητας
  • заснувати στα ελληνικά - αποτελώ, ιδρύω, βρήκα, συγκροτώ, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, ...
  • зброяр στα ελληνικά - οπλούργος, οπλοποιός, gunsmith, οπλοποιό, οπλουργό
Τυχαίες λέξεις
Хапливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτόγονος, μικροπρεπής, απασχολημένος, haplyvyy