Απασχολημένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: απασχολημένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зайнятій, хапливий, зайнятою, діловий, зайнятої, зайнята, зайнятий
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απασχολημένος
απασχολημένος συνώνυμα, απασχολημένος in english, απασχολημένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, απασχολημένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- απαρχαιωμένος στα ουκρανικά - невживаний, старомодний, ветхий, зношений, застарілий, архаїчний, атрофований, ...
- απαστράπτω στα ουκρανικά - виблискування, дотепність, блискітка, блискати, спалах
- απασχολώ στα ουκρανικά - поглинати, вглибитися, заволодівати, поглибитися, зайнятої, зайнятою, зайнята, ...
- απασχόληση στα ουκρανικά - живеться, розвага, зайнятість, занятість, занятость
Τυχαίες λέξεις
Απασχολημένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зайнятій, хапливий, зайнятою, діловий, зайнятої, зайнята, зайнятий
Μεταφράσεις: зайнятій, хапливий, зайнятою, діловий, зайнятої, зайнята, зайнятий