Харчуватись στα ελληνικά

Μετάφραση: харчуватись, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παροιμία, διατροφή, διαιτολόγιο, θρέψη, τροφή, διατροφής, διατροφή των
Харчуватись στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атрофований στα ελληνικά - απαρχαιωμένος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου
  • гнідий στα ελληνικά - κόλπος, κόλπο, κόλπου, όρμο, όρμου
  • жвавий στα ελληνικά - εύστροφος, εύγλωττος, φαιδρός, ευχερής, κινητικότητα, αγορίστικός, ζωηρά, ...
  • заполонювати στα ελληνικά - σαγηνεύω, ξελογιάζω, γοητεύω, μαυλίζω, αποπλανώ, αιχμαλωτίσει, αιχμαλωτίσουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Харчуватись στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παροιμία, διατροφή, διαιτολόγιο, θρέψη, τροφή, διατροφής, διατροφή των