Часовий στα ελληνικά

Μετάφραση: часовий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκόσμιος, κοσμικός, χρονικός, χρονική, χρονικής, διαχρονικά, χρονικών
Часовий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ансамбль στα ελληνικά - σύνολο, ανσάμπλ, συνόλου, συγκρότημα, ensemble
  • бронхіальне στα ελληνικά - βρογχικός, βρογχικό, βρογχικού, βρογχικών, βρογχική
  • вінце στα ελληνικά - στέμμα, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας
  • ковдра στα ελληνικά - κουβέρτα, σκεπάζω, κάλυμμα, γενική, στρώμα, μανδύα
Τυχαίες λέξεις
Часовий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκόσμιος, κοσμικός, χρονικός, χρονική, χρονικής, διαχρονικά, χρονικών