Часовій στα ελληνικά

Μετάφραση: часовій, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκόσμιος, χρονικός, κοσμικός, ώρα, χρόνος, φορά, χρόνο, χρόνου
Часовій στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • барвистий στα ελληνικά - ενθουσιώδης, πολύχρωμος, λουλουδένιος, έγχρωμος, χρωματιστός, γραφικός, διαχυτικός, ...
  • кулак στα ελληνικά - γροθιά, πυγμή, τη γροθιά, γροθιάς, την γροθιά
  • латати στα ελληνικά - κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου
  • льодяник στα ελληνικά - μαστίχα, καραμέλα, candy, καραμελών, καραμέλας, καραμέλες
Τυχαίες λέξεις
Часовій στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκόσμιος, χρονικός, κοσμικός, ώρα, χρόνος, φορά, χρόνο, χρόνου