Частину στα ελληνικά
Μετάφραση: частину, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράδειγμα, μοιράζομαι, κλήρος, μοιράζω, μεραρχία, διχασμός, διαίρεση, περίπτωση, του, από, της, των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- добрість στα ελληνικά - καλοσύνη, την καλοσύνη, καλοσύνης, τω Θεώ, Θεώ
- жител στα ελληνικά - σπίτια, κατοικίες, τα σπίτια, κατοικιών, σπιτιών
- кокетство στα ελληνικά - φλερτ, φλερτάρει, το φλερτ, φλερτάρουν, φλερτάροντας
- кредитний στα ελληνικά - πίστωση, πίστη, πιστωτικών, πιστωτική, πιστωτικό
Τυχαίες λέξεις
Частину στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράδειγμα, μοιράζομαι, κλήρος, μοιράζω, μεραρχία, διχασμός, διαίρεση, περίπτωση, του, από, της, των
Μεταφράσεις: παράδειγμα, μοιράζομαι, κλήρος, μοιράζω, μεραρχία, διχασμός, διαίρεση, περίπτωση, του, από, της, των