Διχασμός στα ουκρανικά

Μετάφραση: διχασμός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відділ, поділення, частину, роздягнув, дивізія, поділ, розділення, розподіл
Διχασμός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διχασμός

διχασμός 1965, διχασμός 1915, διχασμός και εξιλέωση περί πολιτικής ηθικής των ελλήνων, διχασμός μετάφραση, διχασμόσ και εξιλέωση, διχασμός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διχασμός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διφορούμενος στα ουκρανικά - двозначний, неясний, невловимий, ухильний, неозначений, невизначений, двозначного, ...
  • διχάζω στα ουκρανικά - розділяти, ділити, розділити, роздвоюватися, роздвоюватись, що роздвоюватися
  • διχοτομία στα ουκρανικά - переломлення, розколюватися, заломлення, перелом, розколоти, розколений, розбавляти, ...
  • διχοτομώ στα ουκρανικά - ділити навпіл
Τυχαίες λέξεις
Διχασμός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відділ, поділення, частину, роздягнув, дивізія, поділ, розділення, розподіл