Μοιράζομαι στα ουκρανικά
Μετάφραση: μοιράζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
частину, ділити, дольовий, доля, частка, поділяти, частина
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοιράζομαι
μοιράζομαι συνώνυμα, μοιράζομαι ορισμός, μοιράζομαι το αυτοκίνητο, μοιράζομαι γνωμικά, μοιράζομαι και ωριμάζω, μοιράζομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μοιράζομαι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μοίρα στα ουκρανικά - неминучість, розколоти, розбавляти, доля, розколюватися, втрачений, розколений, ...
- μοδίστρα στα ουκρανικά - модельєр, кравчиха, швачка, Швея
- μοιράζω στα ουκρανικά - поділяти, розповсюджувати, частину, роздавати, розколений, завдавати, частка, ...
- μοιραίος στα ουκρανικά - пророчий, згубний, смертельний, зловісний, неминучий, рокований, істотний, ...
Τυχαίες λέξεις
Μοιράζομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: частину, ділити, дольовий, доля, частка, поділяти, частина
Μεταφράσεις: частину, ділити, дольовий, доля, частка, поділяти, частина