Μεραρχία στα ουκρανικά
Μετάφραση: μεραρχία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дивізія, роздягнув, частину, відділ, поділення, поділ, розділення, розподіл
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεραρχία
μεραρχία εντελβάις, μεραρχία τζούλια, μεραρχία κρητών, μεραρχία ρόδου, μεραρχία acqui, μεραρχία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μεραρχία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μερίδα στα ουκρανικά - співвідношення, порція, відношення, пропорція, обслуговування, шматок, подача, ...
- μερίδιο στα ουκρανικά - поділяти, конати, вмирати, частина, розділитися, частка, доля
- μεριά στα ουκρανικά - бік, борт, сторона
- μερικοί στα ουκρανικά - трохи, якісь, якась, одні, трішки, якесь, дещо, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεραρχία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дивізія, роздягнув, частину, відділ, поділення, поділ, розділення, розподіл
Μεταφράσεις: дивізія, роздягнув, частину, відділ, поділення, поділ, розділення, розподіл