Чинний στα ελληνικά
Μετάφραση: чинний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρεύμα, τωρινός, λειτουργικός, αποτελεσματικός, αναπληρωματικός, έγκυρος, ισχύει, έγκυρη, έγκυρο, έγκυρες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гойдання στα ελληνικά - λικνίζομαι, ταλαντεύομαι, πείθω, κούνια, swing, ταλάντευση, εξέλιξη, ...
- експедиційний στα ελληνικά - εκστρατευτικό, εκστρατευτική, εκστρατευτικού, εκστρατευτικών, εκστρατευτικές
- клоп στα ελληνικά - μαμούδι, ζουζούνι, έντομο, μικρόβιο, σφάλμα, bug, σφαλμάτων
- конспективний στα ελληνικά - συνοπτικός, περιεκτικός, συνοπτική, συνοπτικό, συνοπτικές
Τυχαίες λέξεις
Чинний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρεύμα, τωρινός, λειτουργικός, αποτελεσματικός, αναπληρωματικός, έγκυρος, ισχύει, έγκυρη, έγκυρο, έγκυρες
Μεταφράσεις: ρεύμα, τωρινός, λειτουργικός, αποτελεσματικός, αναπληρωματικός, έγκυρος, ισχύει, έγκυρη, έγκυρο, έγκυρες