Ρεύμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: ρεύμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чинний, згідний, заливши, струм, затоку, затока, бухта, течія, поточна, поточний, ток
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρεύμα
ρεύμα ανατροπής χαλκίδα, ρεύμα ανατροπής, ρεύμα χωρίς δεη, ρεύμα ζεύξης, ρεύμα νέων σοσιαλιστών, ρεύμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ρεύμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ρευστοποιώ στα ουκρανικά - рідкий, рідина, рідину, ліквідний, пластика, пластику
- ρευστότητα στα ουκρανικά - плавність, плинність, мінливість, текучість, ліквідності
- ρημάζω στα ουκρανικά - хрипко, спустошувати, пустошити, плюндрувати, випорожнювати
- ρητά στα ουκρανικά - ясно, зрозуміло, Хмарно, Невелика хмарність, хмарність
Τυχαίες λέξεις
Ρεύμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: чинний, згідний, заливши, струм, затоку, затока, бухта, течія, поточна, поточний, ток
Μεταφράσεις: чинний, згідний, заливши, струм, затоку, затока, бухта, течія, поточна, поточний, ток