Шипіння στα ελληνικά

Μετάφραση: шипіння, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιτσιρίζω, τσιγαρίζω, σφύριγμα, συριγμό, hiss, συριγμού
Шипіння στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • видимий στα ελληνικά - καταφανής, περίοπτος, φανερός, καθαρά, περίβλεπτος, αισθητά, φανερά, ...
  • витравляти στα ελληνικά - διαβρώνω, διαβρώνουν, διαβρώσουν, διαβρωθούν, διαβρώσει, διαβρώνονται
  • волокно στα ελληνικά - ίνα, νημάτιο, ινών, ίνες, ίνας, φυτικές ίνες
  • гумус στα ελληνικά - μαυρόχωμα, χούμο, χούμου, χούμος, σε χούμο
Τυχαίες λέξεις
Шипіння στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιτσιρίζω, τσιγαρίζω, σφύριγμα, συριγμό, hiss, συριγμού