Τσιγαρίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: τσιγαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сичати, обпалювати, спопеляти, опікати, шипіння, соте, стільнику, стільника, Обсмажені, соті
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσιγαρίζω
τσιγαρίζω ετυμολογία, τσιγαρίζω στα αγγλικά, τσιγαρίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τσιγαρίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τσεκούρι στα ουκρανικά - сокира, сокиру, топор
- τσιγάρο στα ουκρανικά - цигарка, сигарета, сигарети
- τσιγκλώ στα ουκρανικά - отрути, Ciglane
- τσιγκουνεύομαι στα ουκρανικά - обмеження
Τυχαίες λέξεις
Τσιγαρίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сичати, обпалювати, спопеляти, опікати, шипіння, соте, стільнику, стільника, Обсмажені, соті
Μεταφράσεις: сичати, обпалювати, спопеляти, опікати, шипіння, соте, стільнику, стільника, Обсмажені, соті