Широкий στα ελληνικά

Μετάφραση: широкий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεξοδικός, εκτεταμένος, ευρύς, πλατέως, ευρέως, φαρδύς, ευρύ, ευρεία, μεγάλη, ευρείας, μεγάλο
Широкий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вчення στα ελληνικά - μαθητεία, δόγμα, δόγματος, θεωρία, διδασκαλία, το δόγμα
  • затопити στα ελληνικά - υπερχείλιση, ξεχειλίζω, νεροχύτης, νεροχύτη, νιπτήρα, βύθισης, νεροχύτη της
  • контракт στα ελληνικά - προσβάλλομαι, συμβόλαιο, συστέλλομαι, σύμβαση, σύμβασης, συμβάσεως, συμβάσεων
  • лисячий στα ελληνικά - γύπας, παμπόνηρος, κατεργάρης, Foxy, το Foxy, πανούργη
Τυχαίες λέξεις
Широкий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεξοδικός, εκτεταμένος, ευρύς, πλατέως, ευρέως, φαρδύς, ευρύ, ευρεία, μεγάλη, ευρείας, μεγάλο