Шкатулка στα ελληνικά
Μετάφραση: шкатулка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κιβούρι, φέρετρο, κασετίνα, λάρνακα, κάσα, φέρετρο του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бувший στα ελληνικά - πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
- водянистість στα ελληνικά - πλύση, washiness
- вставлення στα ελληνικά - προσθήκη, καταχώρηση, εισάγετε, τοποθετήστε, εισαγάγετε, εισαγωγή, τοποθετήσετε
- масонський στα ελληνικά - μασονικός, μασονικά, τα μασονικά, ένα τεκτονικό, μασωνική
Τυχαίες λέξεις
Шкатулка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κιβούρι, φέρετρο, κασετίνα, λάρνακα, κάσα, φέρετρο του
Μεταφράσεις: κιβούρι, φέρετρο, κασετίνα, λάρνακα, κάσα, φέρετρο του