Щасливо στα ελληνικά
Μετάφραση: щасливо, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευτυχισμένα, ευτυχώς, χαρά, ευτυχισμένοι, ευχαρίστως, με χαρά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аналог στα ελληνικά - αναλογία, ανάλογο, αναλογικό, αναλογική, αναλόγου, αναλογικά
- депресія στα ελληνικά - κατάθλιψη, κατάθλιψης, την κατάθλιψη, της κατάθλιψης, η κατάθλιψη
- кокетувати στα ελληνικά - γενναίος, γενναίου, ανδρείους, ανδρείοι, ευγενής
- копито στα ελληνικά - οπλή, οπλών, βάση τις χηλές, με βάση τις χηλές, οπλής
Τυχαίες λέξεις
Щасливо στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευτυχισμένα, ευτυχώς, χαρά, ευτυχισμένοι, ευχαρίστως, με χαρά
Μεταφράσεις: ευτυχισμένα, ευτυχώς, χαρά, ευτυχισμένοι, ευχαρίστως, με χαρά